χωριατεύω

χωριατεύω
Ν [χωριάτης]
φέρομαι σαν απολίτιστος χωριάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χωριατεύω — χωριάτεψα, φέρομαι σαν χωριάτης, χωριατοφέρνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”